- ερωτόπουλο
- το (Μ ἐρωτόπουλον) [έρως]μικρός έρωτας, ερωτιδέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πουλο, που έχει την σημ. «μικρό παιδί», ουδ. τής κατάλ. -πουλος < λατ. pullus «νεοσσός» (πρβλ. βασιλό-πουλο, ελληνό-πουλο κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.